-
1 νή-ποινος
νή-ποινος, ungestraft, straflos; νήποινοι ὄλοισϑε, ungerächt, Od. 1, 380; νήποινον adverbial, βίοτον ἔδοντες, 18, 297, vgl. 1, 377; νηποινὰ ἀποκτείνειν, v. l. νηποινεί, Xen. Hier. 3, 3; – νήποινον φυτῶν αἶσαν, Pind. P. 9, 60, fruchttragender Bäume untheilhaft.
-
2 νήποινος
νή-ποινος, ungestraft, straflos; νήποινον φυτῶν αἶσαν, fruchttragender Bäume unteilhaft
См. также в других словарях:
νήποινος — νήποινος, ον (Α) 1. ατιμώρητος, ανεκδίκητος («νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νήποινον», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek